γλήνη

γλήνη
η (Α γλήνη)
1. αβαθής κοιλότητα άρθρωσης
2. η κόρη τού ματιού
αρχ.
1. το μάτι
2. το μικρό είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη τού ματιού
3. κούκλα, παιδικό παιχνίδι φρ., «ἔρρε, κακὴ γλήνη» — χάσου, παλιοκόριτσο).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα γλήνη, γλήνος αποτελούν λέξεις αβέβαιης ετυμολογίας. Αν ως αφετηρία τών ποικίλων χρήσεων τών λέξεων εκληφθεί η έννοια «λάμπω, λαμποκοπώ», τότε μπορούν να συσχετιστούν με τα γαλήνη, γέλως χωρίς να είναι δυνατόν να καθοριστεί με ακρίβεια η αρχική δισύλλαβη ρίζα (γλη- ή γλα- ή ακόμη και γλασ-). Η αναγωγή τής λ. γλήνη «κούκλα» σε αιγαιακό υπόστρωμα, καθώς και ο συσχετισμός της με το σλαβ. zrěnica «κόρη οφθαλμού» είναι μάλλον επισφαλείς. Παρόμοια προς το γλήνος (με επίθημα *- n- + *-es-) σχηματίζονται λέξεις που δηλώνουν κοινωνική ή θρησκευτική αξία (πρβλ. άφενος «πλούτος, περιουσία», τέμενος κ.λπ. Αξιόλογη, από πλευράς σημασιολογικής εξελίξεως, είναι η ήδη ομηρική λέξη γλήνη, που εμφανίζει τις σημασίες «κόρη τού ματιού», «μάτι», (συνεκδοχικά) «το μικρό είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη τού ματιού», απ' όπου «κούκλα, παιδικό παιγνίδι» (πρβλ. φρ. ἔρρε, κακή «γλήνη»), επειδή οι διάφορες εικόνες αντικαθρεφτίζονται μικροσκοπικές στα μάτια (πρβλ. αντίστροφη σημασιολογική εξέλιξη στο κόρη «κορίτσι, κοπέλα» απ' όπου «κόρη ματιού»). Τέλος, οι σημασίες «αβαθής κοιλότητα αρθρώσεως» (μικρότερη από την κοτύλη «οτιδήποτε κοίλο, κοιλότητα») και «κερήθρα» αποτελούν μεταφορικές χρήσεις που έχουν ως αφετηρία πιθ. τη σημασία τη σχετική με το μάτι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γλήνη — eyeball fem nom/voc sg (attic epic ionic) γλή̱νη , γλῆνος gaudy things neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γλή̱νη , γλῆνος gaudy things neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλήνῃ — γλήνη eyeball fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γληνέων — γλήνη eyeball fem gen pl (epic ionic) γλη̱νέων , γλῆνος gaudy things neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλῆναι — γλήνη eyeball fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλήναις — γλήνη eyeball fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλήνην — γλήνη eyeball fem acc sg (attic epic ionic) γλή̱νην , γλῆνος gaudy things neut acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλήνης — γλήνη eyeball fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλήνῃσι — γλήνη eyeball fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλήνῃσιν — γλήνη eyeball fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • NAZARENUS — a Gap desc: Hebrew per Tzade, cognomen DOMININOSTRI, ob educationem in oppido Nazaret ei inditum, Matthaei c. 2. v. ult. Καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν ἐις πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ ὅπως πληρωθῇ τὸ ῤηθὲν διὰ τῶ Προφητῶν, ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται, Et veniens… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”